-
1 Όποιος αγαπά, στραβώνεται
– Όποιος αγαπά, στραβώνεται• Любовь зла, полюбишь и козлаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος αγαπά, στραβώνεται
-
2 χρέος
τό1) долг (денежный); задолженность;δημόσια χρέος — государственный долг;
κάνω χρέη — делать долги;
μπαίνω στα χρέη — влезать в долги;
εξοφλώ ( — или βγάζω) τα χρέη μου — гасить, уплачивать долги;
είμαι πνιγμένος στα χρέη — запутаться в долгах; — быть по уши в долгих;
2) долг, обязанность;έχω χρέος να... — я должен (что-л, сделать);
κάνω το χρέος μου — исполнять свой долг;
θεωρώ χρέος μου — считать своим долгом;
3) πλ. обязанности;υπηρεσιακά χρέη — служебные обязанности;
εκτελώ χρέη δημάρχου — исполнить обязанности мэра;
αναλαμβάνω τα χρέη μου — приступать к своим обязанностям;
§ χρέος τιμής — долг чести (в карточной игре, погашаемый в течение 24-х часов);
τό κοινό χρέος — смерть;
χρέος μου — не за что (ответ на благодарность);
όποιος αγαπά τα χρέη, έχει σύντροφο το ψέμα — посл, кто долги любит, тот с ложью дружит
-
3 Η αγάπη είναι στραβή
– Όποιος αγαπά, στραβώνεται• Любовь зла, полюбишь и козлаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η αγάπη είναι στραβή
См. также в других словарях:
δύσερως — δύσερως, ο, η (AM) 1. δυσμενής στον έρωτα 2. όποιος αγαπά με ανεξέλεγκτο, αρρωστημένο πάθος κάποιον 3. αυτός που αγαπά δύσκολα, αναίσθητος στον έρωτα 4. δυστυχισμένος στον έρωτα … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek
δασόφιλος — η, ο όποιος αγαπά τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + φίλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
δενδρόφιλος — η, ο 1. όποιος αγαπά τα δένδρα και τα δάση 2. το αρσ. ως ουσ. βιολ. γένος Ορτυγιδών Πτηνών 3. το αρσ. ως ουσ. γένος Κολεόπτερων Εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
φιλόθρησκος — η, ο / φιλόθρησκος, ον, ΝΑ, και φιλόθρεσκος, ον, Α αυτός που έχει πολύ ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα, ο οποίος αγαπά καθετί που σχετίζεται με τη θρησκεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρήσκος] … Dictionary of Greek
χρέος — το ους 1. καθετί που χρωστάει καθένας σε άλλον, κάθε οφειλή: Ξόφλησα το χρέος μου. 2. ηθική υποχρέωση, καθήκον: Οι φαντάροι μας στο αλβανικό μέτωπο έκαναν στο ακέραιο το χρέος τους. 3. στον πληθ., χρέη υπηρεσιακά καθήκοντα, έργο: Eκτελεί χρέη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek